- νευροπαθής
- ης, ες мед. 1. нервнобольной;2. (ο ) невропат, нервнобольной
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νευροπαθής — ές αυτός που πάσχει από νευροψυχικές διαταραχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nevropathe < νευρ(ο) * + παθής (< πάθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Παπαδόπουλο] … Dictionary of Greek
νευροπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που πάσχει από νευροπάθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νευροπαθητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νευροπαθείς ή στη νευροπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. neuropathic < νευροπαθής + κατάλ. ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Βρεττανικός Αστήρ] … Dictionary of Greek
νευρωτικός — ή, ό 1. για φάρμακα, αυτό που επιδρά στα νεύρα. 2. αυτός που προκαλεί τη νεύρωση. 3. αυτός που πάσχει από νεύρωση, νευροπαθής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)